- επιδομή
- η1. κτίσμα πάνω σε άλλο κτίσμα2. σύνολο τεχνικών έργων που προαπαιτούνται για την επίστρωση τών τροχιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δομή (< δεμω «κατασκευάζω»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. δεμ-].
Dictionary of Greek. 2013.